- Κίλικες
- Κίλιξa Cilicianmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιλικίζω — (Α) [Κίλιξ] (ενεργ και μέσ.) μιμούμαι τους Κίλικες, συμπεριφέρομαι όπως οι Κίλικες 2. μτφ. είμαι σκληρός, δόλιος, αναξιόπιστος σαν τους Κίλικες … Dictionary of Greek
CILICIA — regio Asiae minoris notissima, inter Pamphyliam ad Occasum, Syriam ad Ortum, ac inter Taurum montem ad Boream, a Cappadocia separantem, et pelagus Cilicium ad Meridiem contenta. Caramam et Caramania propria vulgo, non Turcomania, ut scribit… … Hofmann J. Lexicon universale
άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… … Dictionary of Greek
κιλίκιος — κιλίκιος, ία, ον (ΑΜ, Α και ος, ον) [Κίλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κιλίκιον χοντρό ύφασμα από τρίχες γίδας τής Κιλικίας, το οποίο χρησίμευε κυρίως για την κατασκευή ιστίων αλλά και ως προστατευτικό κάλυμμα στα πλοία μσν. το ουδ. ως ουσ. α) τρίχινο… … Dictionary of Greek
πισιδιά — Χώρα της αρχαίας Μικράς Ασίας, στα βόρεια της Παμφυλίας. Οι κάτοικοί της είχαν την ίδια καταγωγή με τους Φρύγες και Κίλικες, ήταν τραχύς πολεμικός λαός και είχαν αγωνιστεί με γενναιότητα για την ανεξαρτησία τους. Οι κυριότερες πόλεις της Π. είχαν … Dictionary of Greek